σποδιωδῶν

σποδιωδῶν
σποδιώδης
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τροφιώδης — ῶδες, Α [τρόφις] 1. αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, θρομβώδης («οὖρα τροφιώδεα», Ιπποκρ.) 2. (η γεν. πληθ.) τροφιωδέων (κατά τον Ερωτιαν.) «σποδιωδῶν τροφιὰ γὰρ ἡ σποδιὰ λέγεται» 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τροφιῶδες με θρομβώδη τρόπο («τροφιῶδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”